- κατατεύχω
- κατατεύχω,A make, construct,
ἰδίην σορόν Epigr.Gr.460
([place name] Trachonitis); [ἐγκώμιον] Phld.Rh.1.215 S. ([voice] Pass.).II make, render,αὐτοὺς θαρσαλέους Q.S.7.676
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰδίην σορόν Epigr.Gr.460
([place name] Trachonitis); [ἐγκώμιον] Phld.Rh.1.215 S. ([voice] Pass.).αὐτοὺς θαρσαλέους Q.S.7.676
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατεύχω — (Α) 1. κατασκευάζω, κάνω («ἰδίην σορὸν κατατεύχειν», επιγρ.) 2. καθιστώ («αὐτοὺς θαρσαλέους κατατεύχειν», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεύχω «κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek